- Μικρασιάτης
- ηθηλ. -ισσα αυτός που κατάγεται από τη Μικρασία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Μικρασιάτης — ο, θηλ. ισσα αυτός που κατοικεί στη Μικρά Ασία ή που κατάγεται από τη Μικρά Ασία, ιδίως αυτός που κατέφυγε ως πρόσφυγας στην Ελλάδα μετά τη μικρασιατική καταστροφή τού 1922. [ΕΤΥΜΟΛ. < Μικρά Ασία. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Χαρ. Άννινο] … Dictionary of Greek
αδαίος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Στρατηγός (4ος αι. π.Χ.) των μισθοφόρων του Φιλίππου B’ της Μακεδονίας, γνωστός με την προσωνυμία Αλεκτρυών. Σκοτώθηκε στα Κύψελα του Έβρου, σε μάχη εναντίον των Αθηναίων. 2. Συγγραφέας (3ος αι. π.Χ.) από τη Μυτιλήνη … Dictionary of Greek
μικρ(ο)- — (ΑΜ μικρ[ο]) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. λιγο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. μικρός*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημ. τού β συνθετικού, ενώ χρησιμοποιείται και για να προσδώσει μειωτική σημ. στο β συνθετικό (πρβλ.… … Dictionary of Greek
μικρασιατικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Μικρά Ασία 2. φρ. α) «μικρασιατική καταστροφή» η ήττα τών Ελλήνων στη Μικρά Ασία το 1922 και το ξερίζωμα τού ελληνικού πληθυσμού που ακολούθησε β) «ακτές μικρασιατικού τύπου» γεωλ. ακτές οι οποίες… … Dictionary of Greek
Αλή πασάς, Τεπελενλής — (1744 – 1822). Ηγεμόνας των Ιωαννίνων. Το 1640, ένας Μικρασιάτης οθωμανός ονόματι Χουσεΐν εγκαταστάθηκε στο Τεπελένι και δημιούργησε εκεί γενιά. Ο γιος του Μέτσιο Χούσιος άφησε γιους τον Μπεκίρ και τον Μουχτάρ. Ο γιος του πρώτου, Ισλιάμπεης,… … Dictionary of Greek
παπά-Ευτύμ — Όνομα με το οποίο είναι γνωστός ο Ευθύμιος Καραχισαρίδης, Μικρασιάτης ορθόδοξος ιερέας, που προσχώρησε στο εθνικιστικό κίνημα των Τούρκων, ως αρχηγός των δήθεν τουρκικής καταγωγής ορθόδοξων χριστιανών της Μικράς Ασίας. Ο Π.Ε. πήγε στην… … Dictionary of Greek